προάλλες

προάλλες
Ν
(μόνο στη φρ.) «τις προάλλες» — πριν από λίγες ημέρες, προ ημερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + άλλες (ημέρες). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προάλλες — (ενν. ημέρες), μόνο στη φράση «τις προάλλες», με επίρρ. έννοια, εδώ και λίγες μέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • σμίγω — ΝΜΑ, και σμίχω ΝΜ, και μίγω ΜΑ αναμιγνύω, ανακατεύω νεοελλ. 1. συναντώ κάποιον («τις προάλλες έσμιξα τον Κώστα») 2. συναντιέμαι με κάποιον («έχουμε να σμίξουμε πέντε μήνες») 3. ενώνομαι με άλλους, προχωρώ ή ενεργώ με άλλους («μην πορπατούσι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”